- κερδεύω
- βλ. κερδίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακέρδευτος — η, ο [κερδεύω] 1. αυτός που δεν έχει κερδηθεί ή δεν μπορεί να κερδηθεί 2. αυτός που δεν έχει κερδίσει ή δεν μπορεί να κερδίσει … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
κερδίζω — και κερδάω και κερδεύω κέρδισα και κέρδεψα, κερδίστηκα και κερδεύτηκα, κερδισμένος και κερδεμένος 1. αποχτώ κέρδος, ωφελούμαι: Κερδίζει πολλά από τις επιχειρήσεις του. 2. πετυχαίνω σε κάτι είτε από τύχη είτε από ικανότητα: Κερδίζει στα χαρτιά. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)